Verkaufen στα ελληνικά

Μετάφραση: verkaufen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πουλώ, εκποιώ, πωλούν, πωλήσει, πουλήσει, πωλεί, πουλήσουν
Verkaufen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • betriebsmittel στα ελληνικά - πόροι, πόρων, πόρους, τους πόρους, μέσα
  • chuzpe στα ελληνικά - αναίδεια, chutzpah
  • damen στα ελληνικά - γυναικών, των γυναικών, Γυναίκας, της Γυναίκας, γυναικεία
  • drosselung στα ελληνικά - στραγγαλισμός, στραγγαλισμού, στραγγαλισμό, επιτάχυνσης, στραγγαλιστική
Τυχαίες λέξεις
Verkaufen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πουλώ, εκποιώ, πωλούν, πωλήσει, πουλήσει, πωλεί, πουλήσουν