Verlängerung στα ελληνικά
Μετάφραση: verlängerung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιμήκυνση, έκταση, προέκταση, επέκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anerkennung στα ελληνικά - αναγνώριση, αποδοχή, αναγνώρισης, την αναγνώριση, αναγνωρίσεως, η αναγνώριση
- begrenzten στα ελληνικά - περιορισμένος, περιορισμένο, περιορισμένη, περιορισμένες, περιορισμένης
- brechstange στα ελληνικά - λοστός, λοστό, μοχλό
- daumendrucktechnik στα ελληνικά - τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, η τεχνολογία
Τυχαίες λέξεις
Verlängerung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιμήκυνση, έκταση, προέκταση, επέκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης
Μεταφράσεις: επιμήκυνση, έκταση, προέκταση, επέκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης