Vermögen στα ελληνικά
Μετάφραση: vermögen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανότητα, δύναμη, ενεργητικό, συν, κεφάλαιο, εξουσία, διεύθυνση, πλούτος, ευτυχία, κύρος, να είναι σε θέση, είναι σε θέση, να μπορούν, να μπορεί, σε θέση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abgrenzend στα ελληνικά - στεγανοποίηση, διαχωρισμού, διαμέρισης, στεγανοποιήσεως, διαμέριση
- ausgerüstet στα ελληνικά - εξοπλισμένη, εξοπλισμένο, εξοπλισμένα, εξοπλισμένες, Επιπλωμένα
- bestrahlt στα ελληνικά - ακτινοβολημένα, ακτινοβολείται, ακτινοβολούνται, ακτινοβοληθεί, ακτινοβολήθηκαν
- demokratisches στα ελληνικά - Η δημοκρατία, Δημοκρατία, Δημοκρατίας, τη Δημοκρατία, της δημοκρατίας
Τυχαίες λέξεις
Vermögen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανότητα, δύναμη, ενεργητικό, συν, κεφάλαιο, εξουσία, διεύθυνση, πλούτος, ευτυχία, κύρος, να είναι σε θέση, είναι σε θέση, να μπορούν, να μπορεί, σε θέση
Μεταφράσεις: ικανότητα, δύναμη, ενεργητικό, συν, κεφάλαιο, εξουσία, διεύθυνση, πλούτος, ευτυχία, κύρος, να είναι σε θέση, είναι σε θέση, να μπορούν, να μπορεί, σε θέση