Ενεργητικό στα γερμανικά

Μετάφραση: ενεργητικό, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anlagengegenstand, vermögen, gewinn, Aktiva, Vermögenswerte, Vermögen, Vermögenswerten, Vermögens
Ενεργητικό στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενεργητικό

ενεργητικό τραπεζών, ενεργητικό και παθητικό, ενεργητικό ηλιακό σύστημα, ενεργητικό και παθητικό λεξιλόγιο, ενεργητικό παθητικό, ενεργητικό λεξικό γλώσσας γερμανικά, ενεργητικό στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ενδόμυχος στα γερμανικά - intim, stimmungsvoll, andeuten, vertraut, vertraute, familiär, innig, ...
  • ενεργά στα γερμανικά - aktiv, tätig, aktiven, aktive, aktiver
  • ενεργητικός στα γερμανικά - energisch, energetisch, energiegeladen, tatkräftig, energetische, energetischen
  • ενεργοποίηση στα γερμανικά - anschaltung, freischaltung, entwicklungserregung, start, aktivierung, einschaltung, ansteuerung, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενεργητικό στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: anlagengegenstand, vermögen, gewinn, Aktiva, Vermögenswerte, Vermögen, Vermögenswerten, Vermögens