Λέξη: οικοδεσπότης
Σχετικές λέξεις: οικοδεσπότης
η οικοδεσπότης, οικοδεσπότης αγγλικα
Συνώνυμα: οικοδεσπότης
όστια, πλήθος, όστια καθολικών, σπιτονοικοκύρης
Μεταφράσεις: οικοδεσπότης
οικοδεσπότης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
host, host of, the host, a host
οικοδεσπότης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anfitrión, muchedumbre, huésped, acogida, de acogida, de host
οικοδεσπότης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
heer, oblate, gastwirt, hauptcomputer, zeremonienmeister, gastgeber, hostie, taglilie, hausherr, wirt, wirten, beherbergen, bewirten, schwarm, anbieter, unzahl, Gastgeber, Wirt, Host, Wirts
οικοδεσπότης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
foule, tourbe, cohue, multitude, masse, hostie, bistro, nuée, hôte, aubergiste, accueil, l'hôte, d'accueil, hôtes
οικοδεσπότης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ospitante, ospite, oste, serie, dell'host
οικοδεσπότης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anfitrião, hospitalizar, hospedeiro, acolhimento, de acolhimento, hospedeira
οικοδεσπότης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
herbergier, gastheer, logementhouder, waard, ontvangende, ontvangst, samen, van ontvangst
οικοδεσπότης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рой, облатка, множество, войско, сонм, хозяин, воинство, содержатель, трактирщик, толпа, хост, хоста, хозяина
οικοδεσπότης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vert, host, verten, verts, mange
οικοδεσπότης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
värd, hotell, värden, tillsammans med många
οικοδεσπότης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
joukko, isäntä, vastaanottavan, vastaanottavassa, vastaanottava, isännän
οικοδεσπότης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vært, host, værten, masse, væld
οικοδεσπότης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hostinský, spousta, hromada, množství, dav, zástup, hostitel, hostitele, hostitelský, hostitelské, hostitelského
οικοδεσπότης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gościć, żywiciel, konferansjer, hostia, bezlik, orszak, czereda, zastęp, falanga, szynkarz, goszczenie, gospodarz, tłum, chmara, mnóstwo, hosta, gospodarza
οικοδεσπότης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vendéglátó, házigazda, fogadó, befogadó, host
οικοδεσπότης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
otelci, evsahibi, ev sahibi, ana bilgisayar, konak, konakçı
οικοδεσπότης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
юрма, утримувач, господар, трактирник, множину, хазяїн, власник, хозяин
οικοδεσπότης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pronar, mikpritës, mori, presë, host, të presë
οικοδεσπότης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
домакин, гостоприемник, хост, множество, домакина
οικοδεσπότης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гаспадар
οικοδεσπότης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
host, peremees, võõrustaja, majutama, hostia, vägi, vastuvõtva, vastuvõtvas, vastuvõttev
οικοδεσπότης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nositelj, domaćinom, gazda, domaćina, mnoštvo, ugostiti, domaćin, host, niz
οικοδεσπότης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gestgjafi, her, vél, vélin, hýsa
οικοδεσπότης στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
agmen, hospes
οικοδεσπότης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šeimininkas, priimančioji, priimančiosios, priimančiojoje, priimančios
οικοδεσπότης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saimnieks, namatēvs, uzņēmēja, uzņēmējas, uzņēmējā, mītnes
οικοδεσπότης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
домаќин, домаќинот, домаќини, хост, домаќин на
οικοδεσπότης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
hangiu, gazdă, gazda, serie, găzduite
οικοδεσπότης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gostitelj, gostitelja, gostiteljica, gostiteljice, gostiteljska
οικοδεσπότης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hostiteľ, hostiteľa, hostiteľského, hosť, hostiteľom