Verteidigen στα ελληνικά
Μετάφραση: verteidigen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερασπιστής, υποστηρικτής, υπερασπίζομαι, δικαιολογώ, κατοχυρώνω, συνήγορος, συνηγορώ, προστατεύω, αμύνομαι, υπερασπίζω, δικαιώνω, υπερασπιστεί, υπερασπιστούν, υπερασπίσει, υπερασπιστούμε, την υπεράσπιση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abbestellungen στα ελληνικά - Ακυρώσεις, ακυρώσεων, τις ακυρώσεις, Οι ακυρώσεις, περίπτωση ακύρωσης
- befähigungen στα ελληνικά - ικανότητα να αναλάβει, την ικανότητα να αναλάβουν, ικανότητα να αναλάβουν, ικανότητα ανάληψης, σε θέση να αναλάβει
- besorgnisse στα ελληνικά - ανησυχίες, ανησυχιών, τις ανησυχίες, αφορά, προβλήματα
- dornen στα ελληνικά - αγκάθια, τα αγκάθια, αγκαθιών, αγκάθινο
Τυχαίες λέξεις
Verteidigen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερασπιστής, υποστηρικτής, υπερασπίζομαι, δικαιολογώ, κατοχυρώνω, συνήγορος, συνηγορώ, προστατεύω, αμύνομαι, υπερασπίζω, δικαιώνω, υπερασπιστεί, υπερασπιστούν, υπερασπίσει, υπερασπιστούμε, την υπεράσπιση
Μεταφράσεις: υπερασπιστής, υποστηρικτής, υπερασπίζομαι, δικαιολογώ, κατοχυρώνω, συνήγορος, συνηγορώ, προστατεύω, αμύνομαι, υπερασπίζω, δικαιώνω, υπερασπιστεί, υπερασπιστούν, υπερασπίσει, υπερασπιστούμε, την υπεράσπιση