Vokabel στα ελληνικά
Μετάφραση: vokabel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεξιλόγιο, λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, λεκτικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abholzung στα ελληνικά - αποψίλωση των δασών, της αποψίλωσης των δασών, αποψίλωσης των δασών, την αποψίλωση των δασών, η αποψίλωση των δασών
- allbekanntheit στα ελληνικά - κακή φήμη, φήμη, την κακή φήμη, κακής φήμης, η φήμη
- augenhöhle στα ελληνικά - τροχιά, τροχιά γύρω, τροχιά γύρω από, σε τροχιά, σε τροχιά γύρω
- behaglicher στα ελληνικά - σπιτική, σπιτικό, φιλόξενα, homey, σπιτικός
Τυχαίες λέξεις
Vokabel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεξιλόγιο, λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, λεκτικού
Μεταφράσεις: λεξιλόγιο, λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, λεκτικού