Vorherige στα ελληνικά
Μετάφραση: vorherige, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενες, προηγούμενα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amtsbefugnisse στα ελληνικά - αρμοδιότητα, επίσημες, επίσημων, επίσημη, επίσημο, την επίσημη
- ausstehen στα ελληνικά - στήριγμα, συμπαράσταση, υπομένω, γεννώ, εξέδρα, υποστήριγμα, αντέχω, ...
- dementiert στα ελληνικά - αρνήθηκε, άρνησης, αρνηθεί, άρνηση, αρνήθηκαν
- demonstrierte στα ελληνικά - αποδειχθεί, αποδεικνύεται, καταδεικνύεται, αποδείχθηκε, απέδειξε
Τυχαίες λέξεις
Vorherige στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενες, προηγούμενα
Μεταφράσεις: προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενες, προηγούμενα