Λέξη: ενοίκιο
Σχετικές λέξεις: ενοίκιο
ενοίκιο εφορία, ενοίκιο που πληρώσατε για κύρια κατοικία της οικογένειας, ενοίκιο κύριασ κατοικίασ, ενοίκιο θεσσαλονίκη, ενοίκιο φορολογική δήλωση, ενοίκιο αθήνα, ενοίκιο κατοικίας, ενοίκιο ταξί, ενοίκιο επαγγελματικήσ στέγησ, ενοίκιο χωρίς συμβόλαιο
Συνώνυμα: ενοίκιο
μίσθωμα, σχίσιμο, σχίσμα, νοίκι
Μεταφράσεις: ενοίκιο
ενοίκιο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rent, rental, rent of, rent is
ενοίκιο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arrendar, arriendo, alquiler, alquilar, renta, en alquiler, de alquiler
ενοίκιο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zerrissen, zerfleischen, pachtzins, vermieten, wohnungsmiete, mieten, pacht, mietpreis, miete, reißen, hausmiete, Miete, Vermietung
ενοίκιο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accensez, affermage, louez, louent, accensent, bailler, déchirure, location, pension, arrentent, rente, bail, louons, accenser, fermage, arrenter, louer, loyer, le loyer, loyers
ενοίκιο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affitto, noleggio, affittare, noleggiare, appigionare, in affitto
ενοίκιο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aluguer, glória, alugar, aluguel, renda, arrendar
ενοίκιο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
huur, scheur, pachten, verhuren, huren, huurprijs, te huur, verhuur
ενοίκιο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аренда, арендовать, разрыв, снимать, пройма, расселина, квартплата, несогласие, плата, щель, рента, нанять, оброк, нанимать, трещина, дыра, аренду, аренды, в аренду
ενοίκιο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
leie, husleie, leien, utleie, husleien
ενοίκιο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hyra, hyran, uthyrning, uthyres, hyres
ενοίκιο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
korko, ottaa, repeämä, halkeama, vuokrata, vuokra, vuokrattavana, vuokraa, vuokrattavissa, vuokran
ενοίκιο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
leje, husleje, lejen, udlejning, udlejes
ενοίκιο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nájem, najmout, pacht, nájemné, důchod, pachtovat, pronajmout, činže, pronájem, pronájmu, Půjčovna
ενοίκιο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wypożyczać, wynajmować, najem, komorne, wynajem, renta, podrzeć, wynajęcie, dzierżawić, dzierżawa, czynsz, wynająć, wypożyczalnia, nająć, wypożyczenie, wypożyczyć, wynajęcia
ενοίκιο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lakbér, járadék, bérlés, kiadó, bérlésre, bérleti, bérleti díj
ενοίκιο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kira, Kiralık, Satılık, KİRALIK, kiralamak
ενοίκιο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
славетний, відомий, оренда, Аренда, прокат, здам
ενοίκιο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qira, me qira, qiraja, qirasë, qera
ενοίκιο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наем, под наем, рента, аренда
ενοίκιο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
арэнда, Аренда
ενοίκιο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üürima, üür, rent, üüri, rendiks, üürimine
ενοίκιο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
najam, rent, najamnina, iznajmiti, stanarina
ενοίκιο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
húsaleiga, leiga, leigu, Leigan, leigja
ενοίκιο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pensio
ενοίκιο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuoma, nuomos, nuomos mokestis, nuomą
ενοίκιο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noma, īre, īres, rent, īres maksa
ενοίκιο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изнајмување, кирија, киријата, закуп, под изнајмување
ενοίκιο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
chirie, inchiriat, inchiriere, închiriat, chiria
ενοίκιο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
najeti, nájemné, nájem, rent, najemnina, najem, najemnine, izposoja
ενοίκιο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
najať, čiaže, nájomné, nájom, nájomného, prenájom
Στατιστικά δημοτικότητας: ενοίκιο
Τυχαίες λέξεις