Vorteil στα ελληνικά
Μετάφραση: vorteil, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίδομα, προτέρημα, άκρη, ανταμοιβή, περιστόμιο, πλεονέκτημα, αμοιβή, χείλος, ωφέλεια, επωφελούμαι, όφελος, πλεονεκτήματος, επωφεληθούν, πλεονεκτήματα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aufgedeckt στα ελληνικά - ακάλυπτος, ανοιχτό πάρκινγκ, Ανοιχτό, αποκάλυψε, ακάλυπτο
- bekräftigte στα ελληνικά - επιβεβαίωσε, επιβεβαιωθεί, επιβεβαιώθηκε, επιβεβαιώνεται, επιβεβαίωσαν
- bodenverdichter στα ελληνικά - συμπίεση, αυτοπροωθούμενα, συμπιέζοντας, αναμόχλευση
- dekretierte στα ελληνικά - διάταγμα, αποφασίστηκε, θέσπισε, κήρυξε
Τυχαίες λέξεις
Vorteil στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίδομα, προτέρημα, άκρη, ανταμοιβή, περιστόμιο, πλεονέκτημα, αμοιβή, χείλος, ωφέλεια, επωφελούμαι, όφελος, πλεονεκτήματος, επωφεληθούν, πλεονεκτήματα
Μεταφράσεις: επίδομα, προτέρημα, άκρη, ανταμοιβή, περιστόμιο, πλεονέκτημα, αμοιβή, χείλος, ωφέλεια, επωφελούμαι, όφελος, πλεονεκτήματος, επωφεληθούν, πλεονεκτήματα