Vorteilhaft στα ελληνικά

Μετάφραση: vorteilhaft, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλεονεκτικός, επικερδής, επωφελής, πλεονεκτική, πλεονεκτικό, συμφέρουσα, επωφελές
Vorteilhaft στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • album στα ελληνικά - λεύκωμα, δίσκος, άλμπουμ, ξενοδοχειου, δίσκο
  • bestrahlt στα ελληνικά - ακτινοβολημένα, ακτινοβολείται, ακτινοβολούνται, ακτινοβοληθεί, ακτινοβολήθηκαν
  • bevollmächtigung στα ελληνικά - κύρος, εξουσία, αυθεντία, εξουσιοδότηση, άδεια, άδειας, έγκριση, ...
  • bucht στα ελληνικά - κόλπος, κόλπο, κόλπου, όρμο, όρμου
Τυχαίες λέξεις
Vorteilhaft στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλεονεκτικός, επικερδής, επωφελής, πλεονεκτική, πλεονεκτικό, συμφέρουσα, επωφελές