Πλεονεκτικός στα γερμανικά
Μετάφραση: πλεονεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorteilhaft, vorteilhaften, vorteilhafte, von Vorteil
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλεονεκτικός
πλεονεκτικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, πλεονεκτικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- πλεονάζων στα γερμανικά - überflüssig, redundant, redundante, redundanten, redundanter
- πλεονέκτημα στα γερμανικά - gewinn, vorteil, Vorteil, Vorteile, den Vorteil
- πλευρά στα γερμανικά - mannschaft, seitlich, bord, rand, ansicht, blick, hang, ...
- πλευρίζω στα γερμανικά - ansprechen, anreden, accost, anzusprechen, anzureden
Τυχαίες λέξεις
Πλεονεκτικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: vorteilhaft, vorteilhaften, vorteilhafte, von Vorteil
Μεταφράσεις: vorteilhaft, vorteilhaften, vorteilhafte, von Vorteil