Wattieren στα ελληνικά
Μετάφραση: wattieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στουπί, πάπλωμα, και πάπλωμα, εφάπτωμα, κάνω εφάπλωμα, συρράπτω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abschrägend στα ελληνικά - λοξότμηση, λοξοτόμηση, γωνιοτομής, λοξοτμηση
- begeistere στα ελληνικά - ενθουσιώδης, ενθουσιώδεις, ενθουσιώδη, ενθουσιασμό, ενθουσιώδες
- deklamationen στα ελληνικά - αναφωνήσεων, δημαγωγία
- drahtschlinge στα ελληνικά - καλώδιο, σύρμα, συρμάτινο βρόχο, συρμάτινο βρόγχο, συρμάτινο βρόγχο που, συρμάτινη θηλειά
Τυχαίες λέξεις
Wattieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στουπί, πάπλωμα, και πάπλωμα, εφάπτωμα, κάνω εφάπλωμα, συρράπτω
Μεταφράσεις: στουπί, πάπλωμα, και πάπλωμα, εφάπτωμα, κάνω εφάπλωμα, συρράπτω