Wechseln στα ελληνικά

Μετάφραση: wechseln, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραλλαγή, μετατροπή, αλλάζω, παραλλάζω, διακόπτης, διακόπτη, διακ πτη, του διακόπτη, μετάβαση
Wechseln στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abgestammt στα ελληνικά - προήλθε, οφείλεται, προέκυψε, απορρέει, προέρχονταν
  • aussteigerin στα ελληνικά - εγκατάλειψης του σχολείου, εγκατάλειψης, εγκατάλειψη, διαρροής, πρόωρης εγκατάλειψης
  • bewegen στα ελληνικά - παριστάνω, κινώ, επηρεάζω, μετακομίζω, σαλεύω, κίνηση, μετακίνηση, ...
  • bodenschatz στα ελληνικά - πόροι, ορυκτών πόρων, ορυκτού πόρου, ορυκτούς πόρους, ορυκτός πόρος
Τυχαίες λέξεις
Wechseln στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραλλαγή, μετατροπή, αλλάζω, παραλλάζω, διακόπτης, διακόπτη, διακ πτη, του διακόπτη, μετάβαση