Weiden στα ελληνικά

Μετάφραση: weiden, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βόσκω, φάσμα, βοσκότοπος, σοδειά, διακυμαίνομαι, κουρεύω, εμβέλεια, γδέρνομαι, αμυχή, εγγίζω, γδέρνω, βόσκουν, βόσκει
Weiden στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abtrünnig στα ελληνικά - αποστάτης, αποστάτη, αποστάτιδα, αποστατική, apostate
  • arbeitshaus στα ελληνικά - οικιακή εργασία, δουλειές του σπιτιού, οικιακές εργασίες, οικιακές, οικιακής εργασίας
  • ausgezehrt στα ελληνικά - καταβεβλημένος, ταλαιπωρημένο, την καταβεβλημένη, ωχρός, καταβεβλημένες
  • behebbar στα ελληνικά - ανεπανόρθωτο, ανεπανόρθωτα, μη ανακτήσιμο, μη ανακτήσιμα, ανεπανόρθωτου
Τυχαίες λέξεις
Weiden στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βόσκω, φάσμα, βοσκότοπος, σοδειά, διακυμαίνομαι, κουρεύω, εμβέλεια, γδέρνομαι, αμυχή, εγγίζω, γδέρνω, βόσκουν, βόσκει