Werden στα ελληνικά

Μετάφραση: werden, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεγάλος, βρίσκομαι, διανύω, γίνομαι, αποκτώ, προαίρεση, είμαι, παίρνω, αρμόζω, θέληση, διαθήκη, θα, θα είναι, θα το, βούληση
Werden στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufdrehen στα ελληνικά - δυναμώστε, εμφανιστείτε, εμφανιστούν, εμφανιστεί, μετατρέψει
  • bestatter στα ελληνικά - εργολάβος κηδείων, επιχειρηματίας, νεκροθάφτη, κηδειών, νεκροθάφτης
  • codiereinrichtung στα ελληνικά - κωδικοποίησης, κωδικοποίηση, που κωδικοποιεί, κωδικοποιούν, κωδικοποιητική
Τυχαίες λέξεις
Werden στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεγάλος, βρίσκομαι, διανύω, γίνομαι, αποκτώ, προαίρεση, είμαι, παίρνω, αρμόζω, θέληση, διαθήκη, θα, θα είναι, θα το, βούληση