Zubehör στα ελληνικά
Μετάφραση: zubehör, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπάρχοντα, συνεργός, συμπλήρωμα, αναπληρωτής, ταχύτητα, προσαρμόζω, αξεσουάρ, εξαρτήματα, εξαρτημάτων, τα εξαρτήματα, εξαρτήματά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- angetreten στα ελληνικά - ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, άρχισε να
- astronomen στα ελληνικά - αστρονόμοι, αστρονόμους, οι αστρονόμοι, αστρονόμων, τους αστρονόμους
- baumwoll-satin στα ελληνικά - βαμβάκι, βαμβακιού, το βαμβάκι, βάμβακος, βαμβακερά
- bub στα ελληνικά - αγόρι, παλιάνθρωπος, παιδί, αγοριού, αγόρι που, το αγόρι
Τυχαίες λέξεις
Zubehör στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπάρχοντα, συνεργός, συμπλήρωμα, αναπληρωτής, ταχύτητα, προσαρμόζω, αξεσουάρ, εξαρτήματα, εξαρτημάτων, τα εξαρτήματα, εξαρτήματά
Μεταφράσεις: υπάρχοντα, συνεργός, συμπλήρωμα, αναπληρωτής, ταχύτητα, προσαρμόζω, αξεσουάρ, εξαρτήματα, εξαρτημάτων, τα εξαρτήματα, εξαρτήματά