Zurückhalten στα ελληνικά

Μετάφραση: zurückhalten, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακράτηση, συγκρατήσει, εμπόδιζαν, παρεμπόδιζαν, κρατήσει πίσω, να εμποδίσουν
Zurückhalten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • auswanderungen στα ελληνικά - μετανάστευση, Αποδημία, Η μετανάστευση, Μετανάστευσης, Ξενιτιάς
  • demokratisierend στα ελληνικά - εκδημοκρατισμού, εκδημοκρατισμένη, εκδημοκρατισμό, εκδημοκρατισμένης, δημοκρατίζουσα
  • doppeletagenwohnung στα ελληνικά - διπλοκατοικία, δίκλινο διαμέρισμα
  • droge στα ελληνικά - ναρκωτικό, φάρμακο, φαρμάκου, ναρκωτικών, φαρμάκων, ναρκωτικά
Τυχαίες λέξεις
Zurückhalten στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακράτηση, συγκρατήσει, εμπόδιζαν, παρεμπόδιζαν, κρατήσει πίσω, να εμποδίσουν