Zusammen στα ελληνικά

Μετάφραση: zusammen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινός, εντελώς, συνηθισμένος, μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
Zusammen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amüsiert στα ελληνικά - διασκεδάζει, διασκεδάζουν, διασκέδασε, διασκεδασμένος, διασκεδασμένο
  • besserungen στα ελληνικά - βελτιώσεις, βελτιώσεων, βελτίωση, βελτίωσης, βελτιώσεις που
  • dauerstellung στα ελληνικά - μόνιμη, μόνιμης, μόνιμο, μόνιμες, μόνιμα
  • doppelgänger στα ελληνικά - διπλός, διπλασιάζω, σωσίας, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, ...
Τυχαίες λέξεις
Zusammen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινός, εντελώς, συνηθισμένος, μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και