Zweifelsfrei στα ελληνικά
Μετάφραση: zweifelsfrei, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναμφίβολος, κατηγορηματικά, απερίφραστα, σαφώς, μη διφορούμενο, αναμφίβολα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ansteckbar στα ελληνικά - συνδεδεμένο, πρίζα, συνδεθεί, συνδεδεμένη, συνδεδεμένος
- dammschnitt στα ελληνικά - περινεοτομή, αιδοιοτομή, επισειοτομία, την αιδοιοτομή, επισειοτομών
- dockarbeiter στα ελληνικά - λιμενεργάτης, Docker, Λιμενεργάτη, τον λιμενεργάτη, λιμενεργάτη την
Τυχαίες λέξεις
Zweifelsfrei στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναμφίβολος, κατηγορηματικά, απερίφραστα, σαφώς, μη διφορούμενο, αναμφίβολα
Μεταφράσεις: αναμφίβολος, κατηγορηματικά, απερίφραστα, σαφώς, μη διφορούμενο, αναμφίβολα