Øjeblik στα ελληνικά
Μετάφραση: øjeblik, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μικροσκοπικός, λεπτό, στιγμιαίος, στιγμή, λεπτομερής, δευτερόλεπτο, δεύτερος, δεύτερον, παρόν, τη στιγμή, στιγμή που, παρόντος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- øhav στα ελληνικά - αρχιπέλαγος, Αρχιπελάγους, Archipelago, αρχιπέλαγος των, του Αρχιπελάγους
- øje στα ελληνικά - μάτι, οφθαλμός, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
- øjenbryn στα ελληνικά - φρύδι, Φρύδια, Τα φρύδια, των φρυδιών, φρυδιών, στα φρύδια
- øjenlåg στα ελληνικά - σκέπασμα, βλεφαρίδα, καπάκι, Τα βλέφαρα, βλέφαρα, βλεφάρων, βλεφαρίδες, ...
Τυχαίες λέξεις
Øjeblik στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μικροσκοπικός, λεπτό, στιγμιαίος, στιγμή, λεπτομερής, δευτερόλεπτο, δεύτερος, δεύτερον, παρόν, τη στιγμή, στιγμή που, παρόντος
Μεταφράσεις: μικροσκοπικός, λεπτό, στιγμιαίος, στιγμή, λεπτομερής, δευτερόλεπτο, δεύτερος, δεύτερον, παρόν, τη στιγμή, στιγμή που, παρόντος