Στιγμιαίος στα δανικά
Μετάφραση: στιγμιαίος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
øjeblik, øjeblikkelig, øjeblikkelige, momentan, øjeblikkeligt, vandvarmere
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στιγμιαίος
στιγμιαίος πόνος στο κεφάλι, στιγμιαίος μέλλοντας παθητική φωνή, στιγμιαίος άξονας περιστροφής, στιγμιαίος καφές douwe egberts, στιγμιαίος espresso, στιγμιαίος λεξικό γλώσσας δανικά, στιγμιαίος στα δανικά
Μεταφράσεις
- στιγμή στα δανικά - øjeblik, øjeblikket, tidspunkt
- στιγματίζω στα δανικά - mærke, stigmatisere, stemple, brændemærke, stigmatiserer, at stigmatisere
- στιγμιότυπο στα δανικά - snapshot, øjebliksbillede, et snapshot
- στιλβώνω στα δανικά - pudse, polere, polsk, polske, polish, polering
Τυχαίες λέξεις
Στιγμιαίος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: øjeblik, øjeblikkelig, øjeblikkelige, momentan, øjeblikkeligt, vandvarmere
Μεταφράσεις: øjeblik, øjeblikkelig, øjeblikkelige, momentan, øjeblikkeligt, vandvarmere