Στιγμή στα δανικά
Μετάφραση: στιγμή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
øjeblik, øjeblikket, tidspunkt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στιγμή
στιγμή ετυμολογία, στιγμή εκδόσεις, στιγμή συνώνυμα, στιγμή συνώνυμο, στιγμή λεξικό, στιγμή λεξικό γλώσσας δανικά, στιγμή στα δανικά
Μεταφράσεις
- στηθοσκόπιο στα δανικά - stetoskop, stetoskopet, stethoscope
- στηρίγματα στα δανικά - blok, trisse, klods, rekvisitter, redskaber, props, rekvisitter til
- στιγματίζω στα δανικά - mærke, stigmatisere, stemple, brændemærke, stigmatiserer, at stigmatisere
- στιγμιαίος στα δανικά - øjeblik, øjeblikkelig, øjeblikkelige, momentan, øjeblikkeligt, vandvarmere
Τυχαίες λέξεις
Στιγμή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: øjeblik, øjeblikket, tidspunkt
Μεταφράσεις: øjeblik, øjeblikket, tidspunkt