Øverst στα ελληνικά

Μετάφραση: øverst, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορυφή, ανύψωση, ανάδειξη, αποκορύφωμα, ύψωση, ακμή, ύψος, κορυφώνω, πάνω, επάνω, κορυφαία, top
Øverst στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • øve στα ελληνικά - εξασκώ, άσκηση, ασκώ, πρακτική, πράξη, πρακτικής, πρακτικών, ...
  • øvelse στα ελληνικά - άσκηση, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία
  • øvre στα ελληνικά - άνω, ανώτερος, πάνω, επάνω, ανώτερο
  • åbenlys στα ελληνικά - φανερός, άδικος
Τυχαίες λέξεις
Øverst στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορυφή, ανύψωση, ανάδειξη, αποκορύφωμα, ύψωση, ακμή, ύψος, κορυφώνω, πάνω, επάνω, κορυφαία, top