Ακμή στα δανικά

Μετάφραση: ακμή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
toppunkt, øverst, højdepunkt, acne, akne, af acne
Ακμή στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακμή

ακμή στην πλάτη, ακμή στα 40, ακμή συνώνυμο, ακμή κύβου, ακμή προσώπου, ακμή λεξικό γλώσσας δανικά, ακμή στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ακλόνητος στα δανικά - urokkelig, urokket, urokkelige, ryste paa, urørt
  • ακμάζω στα δανικά - blomstre, bloom, flor, plante, blomstrer
  • ακμαίος στα δανικά - virksom, aktiv, blomstrende, opblomstring, blomstrer, opblomstringen, blomstring
  • ακοή στα δανικά - hørelse, høre, hørt, at høre, have hørt
Τυχαίες λέξεις
Ακμή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: toppunkt, øverst, højdepunkt, acne, akne, af acne