Ύψος στα δανικά
Μετάφραση: ύψος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
højde, øverst, højdepunkt, toppunkt, højden
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ύψος
ύψος λιάγκα, ύψος διάσημων, ύψος αποζημίωσης δικαστικών αντιπροσώπων 2014, ύψος εκλογικής αποζημίωσης δικαστικών αντιπροσώπων 2014, ύψος παιδιών, ύψος λεξικό γλώσσας δανικά, ύψος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ύφος στα δανικά - måde, facon, stil, style, behov, typografi
- ύψιστος στα δανικά - højeste, højest, største, størst, højst
- ύψωση στα δανικά - toppunkt, højdepunkt, øverst, stige, stiger, rejse, at stige, ...
- ώθηση στα δανικά - støde, stak, hovedlinjerne, tryk, reaktionseffekt, fremdrift
Τυχαίες λέξεις
Ύψος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: højde, øverst, højdepunkt, toppunkt, højden
Μεταφράσεις: højde, øverst, højdepunkt, toppunkt, højden