Ανύψωση στα δανικά

Μετάφραση: ανύψωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
toppunkt, højdepunkt, øverst, elevation, højde, forhøjelse, højden, lodret
Ανύψωση στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανύψωση

ανύψωση ασθενών, ανύψωση φορτίων, ανύψωση διαφράγματος, ανύψωση τιμίου σταυρού, ανύψωση αντώνυμο, ανύψωση λεξικό γλώσσας δανικά, ανύψωση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ανόητος στα δανικά - urimelig, meningsløs, absurd, narre, snyde, fjols, fjolle, ...
  • ανύπαντρος στα δανικά - enkelt, ugift, ugifte, den ugifte, gift
  • ανώδυνος στα δανικά - smertefri, smertefrit, smertefrie
  • ανώμαλα στα δανικά - unormalt, usædvanlig, abnormt, usaedvanlig, unormal
Τυχαίες λέξεις
Ανύψωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: toppunkt, højdepunkt, øverst, elevation, højde, forhøjelse, højden, lodret