Ansvarsfuld στα ελληνικά
Μετάφραση: ansvarsfuld, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπεύθυνος, αρμόδιος, υπεύθυνη, υπεύθυνο, υπεύθυνοι, υπεύθυνες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anstrengelse στα ελληνικά - πασχίζω, εκδικάζω, προσπαθώ, απόπειρα, προσπάθεια, δοκιμάζω, άσκηση, ...
- ansvarlig στα ελληνικά - υπεύθυνος, αρμόδιος, υπεύθυνη, υπεύθυνο, υπεύθυνοι, υπεύθυνες
- ansøger στα ελληνικά - υποψήφιος, υποψήφιες, υποψήφια, υποψήφιων, υποψήφιο
- antage στα ελληνικά - εικασία, υποθέτω, υποτίθεται, μαντεύω, αναλάβει, υποθέσουμε, αναλάβουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Ansvarsfuld στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπεύθυνος, αρμόδιος, υπεύθυνη, υπεύθυνο, υπεύθυνοι, υπεύθυνες
Μεταφράσεις: υπεύθυνος, αρμόδιος, υπεύθυνη, υπεύθυνο, υπεύθυνοι, υπεύθυνες