Αρμόδιος στα δανικά

Μετάφραση: αρμόδιος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ansvarsfuld, ansvarlig, kompetent, kompetente, ansvarlige, kompetence
Αρμόδιος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρμόδιος

αρμόδιος συνώνυμα, αρμόδιος δικαστικός επιμελητής, αρμόδιος τσιβάς, αρμόδιος αντωνυμο, αρμόδιος δρίκος, αρμόδιος λεξικό γλώσσας δανικά, αρμόδιος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αρμοδιότητα στα δανικά - provins, kompetence, kompetenceområde, beføjelser, kompetencer
  • αρμονία στα δανικά - overensstemmelse, harmoni, harmonien, harmonisk, samklang
  • αρμόζω στα δανικά - ske, dragt, blive, tilkomme, passer sig, sømme, sømme sig, ...
  • αρμόζων στα δανικά - montering, passende, indretning, tilpasning, fitting
Τυχαίες λέξεις
Αρμόδιος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ansvarsfuld, ansvarlig, kompetent, kompetente, ansvarlige, kompetence