Appetit στα ελληνικά
Μετάφραση: appetit, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όρεξη, όρεξης, την όρεξη, της όρεξης, όρεξή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apparat στα ελληνικά - μηχάνημα, τοποθετώ, καθορισμένος, τέχνασμα, συσκευή, συσκευής, διάταξη, ...
- appelsin στα ελληνικά - πορτοκάλι, πορτοκαλί, πορτοκαλιού, πορτοκαλιές, πορτοκαλί χρώμα
- applaus στα ελληνικά - χειροκρότημα, επευφημία, επευφημίες, χειροκροτήματα, επιδοκιμασία, το χειροκρότημα, τα χειροκροτήματα
- apsis στα ελληνικά - αψίδα, αψίδας, κόγχη, αψίδα του
Τυχαίες λέξεις
Appetit στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όρεξη, όρεξης, την όρεξη, της όρεξης, όρεξή
Μεταφράσεις: όρεξη, όρεξης, την όρεξη, της όρεξης, όρεξή