Arm στα ελληνικά
Μετάφραση: arm, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπράτσο, χέρι, όπλο, βραχίονα, βραχίονας, σκέλος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arkitektur στα ελληνικά - αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονικής, την αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονική του, της αρχιτεκτονικής
- arkæologi στα ελληνικά - αρχαιολογία, αρχαιολογίας, την αρχαιολογία, η αρχαιολογία, της αρχαιολογίας
- armbånd στα ελληνικά - βραχιόλι, μπρασελέ, βραχιόλι από
- arnested στα ελληνικά - θερμή πρασιά, φυτώριο, εστία, θερμοκήπιο
Τυχαίες λέξεις
Arm στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπράτσο, χέρι, όπλο, βραχίονα, βραχίονας, σκέλος
Μεταφράσεις: μπράτσο, χέρι, όπλο, βραχίονα, βραχίονας, σκέλος