Όπλο στα δανικά

Μετάφραση: όπλο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gevær, arm, våben, skydevåben, gun, pistol, pistolen, kanon
Όπλο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όπλο

όπλο-στυλό, όπλο-ηλεκτροσόκ, όπλο λεξικό γλώσσας δανικά, όπλο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • όπερα στα δανικά - opera, operaen, operaens
  • όπλα στα δανικά - arme, våben, afsted, armene, parter
  • όπου στα δανικά - hvor, hvis, når
  • όπως στα δανικά - som, såsom, f.eks, som f.eks
Τυχαίες λέξεις
Όπλο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gevær, arm, våben, skydevåben, gun, pistol, pistolen, kanon