Belysning στα ελληνικά
Μετάφραση: belysning, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωτίζω, ανάβω, φωτερός, ξανθός, φωτισμός, φωτισμού, φωτισμό, το φωτισμό, διατάξεων φωτισμού
Μεταφράσεις
- belejring στα ελληνικά - πολιορκία, Siege, πολιορκίας, την πολιορκία, αποκλεισμό
- beliggenhed στα ελληνικά - θέση, τοποθεσία, τοποθετώ, τοποθεσίας, τοποθεσιών, των τοποθεσιών
- beløb στα ελληνικά - σύνολο, ποσό, πράξη, ολικός, ποσόν, ανέρχομαι, ποσά, ...
- belønne στα ελληνικά - αναπληρώνω, ανταμοιβή, αμοιβή, αντισταθμίζω, ανταμοιβής, επιβράβευση, τρίτων
Τυχαίες λέξεις
Belysning στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωτίζω, ανάβω, φωτερός, ξανθός, φωτισμός, φωτισμού, φωτισμό, το φωτισμό, διατάξεων φωτισμού
Μεταφράσεις: φωτίζω, ανάβω, φωτερός, ξανθός, φωτισμός, φωτισμού, φωτισμό, το φωτισμό, διατάξεων φωτισμού