Φωτίζω στα δανικά

Μετάφραση: φωτίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lyse, tænde, oplyse, fyr, lys, belysning, let, lysne, lysere, lette, lempe, letter
Φωτίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φωτίζω

φωτίζω συνώνυμα, φωνάζω συνώνυμα, φωτίζω λεξικό γλώσσας δανικά, φωτίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • φωναχτά στα δανικά - højt, op, høit, højlydt
  • φωνητικός στα δανικά - vokal, Vocal, vokale, Sang, højrøstet
  • φωτεινότητα στα δανικά - lysstyrke, luminositeten, lysstyrken, luminositet, luminans
  • φωτερό στα δανικά - fotero
Τυχαίες λέξεις
Φωτίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lyse, tænde, oplyse, fyr, lys, belysning, let, lysne, lysere, lette, lempe, letter