Dæmning στα ελληνικά
Μετάφραση: dæmning, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τάφρος, ανάχωμα, φραγμός, φράγμα, φράγματος, dam, του φράγματος, μητέρα
Μεταφράσεις
- dæk στα ελληνικά - κατάστρωμα, καταστρώματος, τράπουλα, γέφυρα, θάλαμο
- dække στα ελληνικά - καλύπτω, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
- dæmon στα ελληνικά - δαίμονας, τελώνιο, διάβολος, δαίμονα, δαιμόνιο, δαιμόνων, demon
- dø στα ελληνικά - λήγω, πεθαίνω, κύβος, πεθαίνουν, πεθάνει, πεθάνουν
Τυχαίες λέξεις
Dæmning στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τάφρος, ανάχωμα, φραγμός, φράγμα, φράγματος, dam, του φράγματος, μητέρα
Μεταφράσεις: τάφρος, ανάχωμα, φραγμός, φράγμα, φράγματος, dam, του φράγματος, μητέρα