Ανάχωμα στα δανικά

Μετάφραση: ανάχωμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bred, bank, dæmning, dynge, dige, højen, mound, bunke, forhøjning, gravhøj
Ανάχωμα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάχωμα

ανάχωμα ορισμός, ανάχωμα στην κρίση, ανάχωμα κομοτηνή, ανάχωμα συνώνυμα, ανάχωμα συνώνυμο, ανάχωμα λεξικό γλώσσας δανικά, ανάχωμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ανάστημα στα δανικά - bygge, konstruere, statur, vækst, anseelse
  • ανάφλεξη στα δανικά - tænding, tændingen, antændelse, antænding, antaendelse
  • ανέγερση στα δανικά - struktur, konstruktion, erektion, Opførelse, opstilling, opførelsen, rejsning
  • ανέκδοτο στα δανικά - anekdote, anekdoten, anekdoter
Τυχαίες λέξεις
Ανάχωμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bred, bank, dæmning, dynge, dige, højen, mound, bunke, forhøjning, gravhøj