Forbrydelse στα ελληνικά
Μετάφραση: forbrydelse, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έγκλημα, προσβολή, αδίκημα, παράβαση, εγκλήματος, εγκληματικότητας, του εγκλήματος, εγκληματικότητα
Μεταφράσεις
- forbrug στα ελληνικά - δαπάνη, φθίση, κατανάλωση, δαπάνες, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, ...
- forbruger στα ελληνικά - καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτές
- forbryder στα ελληνικά - φυγάς, εγκληματικός, εγκληματίας, κακούργος, παρανυχίδα, εγκληματία, Παρανυχίδες, ...
- forbud στα ελληνικά - αποκλείω, απαγόρευση, απαγορεύω, αποκλεισμός, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, ...
Τυχαίες λέξεις
Forbrydelse στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έγκλημα, προσβολή, αδίκημα, παράβαση, εγκλήματος, εγκληματικότητας, του εγκλήματος, εγκληματικότητα
Μεταφράσεις: έγκλημα, προσβολή, αδίκημα, παράβαση, εγκλήματος, εγκληματικότητας, του εγκλήματος, εγκληματικότητα