Αδίκημα στα δανικά

Μετάφραση: αδίκημα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forbrydelse, lovovertrædelse, overtrædelsen, lovovertrædelsen, strafbar handling
Αδίκημα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδίκημα

αδίκημα της στάσης, αδίκημα της άμεσης συνέργειας σε ψευδή αναφορά στην αρχή, αδίκημα εξύβρισης, αδίκημα φοροδιαφυγής, αδίκημα τησ άγρασ πελατών, αδίκημα λεξικό γλώσσας δανικά, αδίκημα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αδέσμευτος στα δανικά - uhæftede, Ikkefastgjorte, utilknyttet, løstliggende, ikke fastgjorte
  • αδέσποτος στα δανικά - herreløst, ejerløse, ejerløs, herreløse, herreløs
  • αδίστακτος στα δανικά - hensynsløs, hensynsløse, skånselsløs, skånselsløse, ubarmhjertige
  • αδαής στα δανικά - Callow, i Callow, af Callow, Callow &
Τυχαίες λέξεις
Αδίκημα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forbrydelse, lovovertrædelse, overtrædelsen, lovovertrædelsen, strafbar handling