Προσβολή στα δανικά
Μετάφραση: προσβολή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lovovertrædelse, skælde, forbrydelse, fornærme, angreb, angriber, samme angreb, angrebet, Attack
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσβολή
προσβολή κληρονομικού δικαιώματος, προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, προσβολή νεκρού νόμος, προσβολή συνώνυμα, προσβολή της σύνθεσης ή της λειτουργίας του κοινοβουλίου, προσβολή λεξικό γλώσσας δανικά, προσβολή στα δανικά
Μεταφράσεις
- προσβάλλω στα δανικά - fornærme, chokere, skælde, støde, krænke, krænker, forarger
- προσβλητικός στα δανικά - offensiv, stødende, krænkende, offensive, offensiven
- προσγείωση στα δανικά - landing, destinationsside, landingen, repos, lander
- προσγειώνομαι στα δανικά - jord, lande, land, fange, deplane
Τυχαίες λέξεις
Προσβολή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lovovertrædelse, skælde, forbrydelse, fornærme, angreb, angriber, samme angreb, angrebet, Attack
Μεταφράσεις: lovovertrædelse, skælde, forbrydelse, fornærme, angreb, angriber, samme angreb, angrebet, Attack