Fornærme στα ελληνικά
Μετάφραση: fornærme, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λοιδορώ, καταχρώμαι, κατάχρηση, λοιδορία, βρίζω, προσβάλλω, προπηλακίζω, προσβολή, προσβάλλουν, προσβάλλει, προσβάλω, προσβάλει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- fornuftig στα ελληνικά - λογικός, φασκομηλιά, φασκόμηλο, λογική, λογικό, λογικές, συνετή
- forny στα ελληνικά - ανανεώσει, ανανέωση, ανανεώσουν, ανανεώνουν, ανανεώνει
- fornærmelse στα ελληνικά - καταχρώμαι, λοιδορία, βρίζω, κατάχρηση, προσβολή, προσβολής, την προσβολή, ...
- fornøden στα ελληνικά - αναγκαίος, απαραίτητος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο
Τυχαίες λέξεις
Fornærme στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λοιδορώ, καταχρώμαι, κατάχρηση, λοιδορία, βρίζω, προσβάλλω, προπηλακίζω, προσβολή, προσβάλλουν, προσβάλλει, προσβάλω, προσβάλει
Μεταφράσεις: λοιδορώ, καταχρώμαι, κατάχρηση, λοιδορία, βρίζω, προσβάλλω, προπηλακίζω, προσβολή, προσβάλλουν, προσβάλλει, προσβάλω, προσβάλει