Βρίζω στα δανικά

Μετάφραση: βρίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skælde, fornærme, fornærmelse, bøvser, bøvs, bøvse, opstød
Βρίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βρίζω

βρίζω κι εγώ τα έπιπλα όταν σκοντάφτω πάνω τους, βρίζω in english, βρίζω μετάφραση, βρίζω ονειροκρίτης, βρίζω συνωνυμα, βρίζω λεξικό γλώσσας δανικά, βρίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • βρέχω στα δανικά - regn, regnen, regnvejr, rain
  • βρήκα στα δανικά - fundet, fandt, findes, konstateret, sig
  • βρίθω στα δανικά - bugne, vrimler, findes i overflod, overflod, vrimler med
  • βρίσκομαι στα δανικά - findes, eksistere, være, er, am, glæder, mig
Τυχαίες λέξεις
Βρίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skælde, fornærme, fornærmelse, bøvser, bøvs, bøvse, opstød