Fortjeneste στα ελληνικά

Μετάφραση: fortjeneste, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ωφέλεια, απολαβή, κέρδος, αξία, κέρδους, κέρδη, κερδών, το κέρδος
Fortjeneste στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fortid στα ελληνικά - παρελθόν, περασμένος, το παρελθόν, τελευταία, παρελθόντος, τελευταίων
  • fortjene στα ελληνικά - απολαβή, αξία, αξίζω, κερδίζω, νικώ, αξίζουν, αξίζει, ...
  • fortolker στα ελληνικά - διερμηνέας, ερμηνεύει, μεταφράζει, ερμηνεύει τα, ερμηνεύει το
  • fortov στα ελληνικά - πεζοδρόμιο, πεζόδρομος, οδοστρώματος, οδόστρωμα, πεζοδρομίου, πεζοδρόμια
Τυχαίες λέξεις
Fortjeneste στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ωφέλεια, απολαβή, κέρδος, αξία, κέρδους, κέρδη, κερδών, το κέρδος