Κέρδος στα δανικά
Μετάφραση: κέρδος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fortjeneste, profitere, profit, resultat, overskud, gevinst
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κέρδος
κέρδος στο internet, κέρδος ομόλογα, κέρδοσ επί πτωμάτων, κέρδος φαρμακείου, κέρδος ορισμός, κέρδος λεξικό γλώσσας δανικά, κέρδος στα δανικά
Μεταφράσεις
- κέντρο στα δανικά - center, centrum, midten, centret, midt
- κέρασμα στα δανικά - behandle, behandling, behandling af, behandler, at behandle
- κέρμα στα δανικά - mønt, mønten, mønter, sag, coin
- κέρσορας στα δανικά - markøren, cursor, markør, cursoren, markørens
Τυχαίες λέξεις
Κέρδος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fortjeneste, profitere, profit, resultat, overskud, gevinst
Μεταφράσεις: fortjeneste, profitere, profit, resultat, overskud, gevinst