Helbred στα ελληνικά
Μετάφραση: helbred, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υγεία, υγείας, την υγεία, της υγείας, υγεία των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hektar στα ελληνικά - εκτάριο, εκτάρια, εκταρίων, στρέμματα, εκταρίων που, στρεμμάτων
- hel στα ελληνικά - ποδιά, συνολικός, ολόκληρος, ακέραιος, άρτιος, γενικός, ολόκληρο, ...
- held στα ελληνικά - πιθανότητα, συγκυρία, τύχη, ευκαιρία, κίνδυνος, αποτολμώ, ευτυχία, ...
- heldig στα ελληνικά - τυχερός, ευτυχισμένος, τυχεροί, τυχεροί και, τυχερό, τυχερή
Τυχαίες λέξεις
Helbred στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υγεία, υγείας, την υγεία, της υγείας, υγεία των
Μεταφράσεις: υγεία, υγείας, την υγεία, της υγείας, υγεία των