Hindring στα ελληνικά

Μετάφραση: hindring, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στένωση, εμπόδιο, παρεμβολή, παρακώλυση, εμποδίου, εμπόδια, εμπόδιο για, εμποδίων
Hindring στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hindbær στα ελληνικά - βατόμουρο, σμέουρα, τα σμέουρα, σμέουρων, βατόμουρα, σμέουρα που
  • hindre στα ελληνικά - αποτρέπω, εμποδίζω, παρακωλύω, φράζω, κάγκελο, σκοτίζομαι, ενοχλώ, ...
  • histologi στα ελληνικά - ιστολογία, Ιστολογίας, ιστολογική εξέταση, Η ιστολογική εξέταση, Η ιστολογία
  • historie στα ελληνικά - ιστορία, παραμύθι, ιστορίας, ιστορικό, την ιστορία, ιστορικού
Τυχαίες λέξεις
Hindring στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στένωση, εμπόδιο, παρεμβολή, παρακώλυση, εμποδίου, εμπόδια, εμπόδιο για, εμποδίων