Στένωση στα δανικά
Μετάφραση: στένωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forhindring, hindring, stenose, stenosis, stenosen, af stenose
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στένωση
στένωση του πυλωρού, στένωση ουρήθρας, στένωση του σπονδυλικού σωλήνα, στένωση μεσοσπονδύλιου δίσκου, στένωση πυελοουρητηρικής συμβολής, στένωση λεξικό γλώσσας δανικά, στένωση στα δανικά
Μεταφράσεις
- στέλνω στα δανικά - sende, Send, sender, at sende
- στέμμα στα δανικά - højdepunkt, krone, Crown, kronen, af Crown, Crowns
- στέρηση στα δανικά - afsavn, fratagelse, berøvelse, fattigdom, nød
- στέψη στα δανικά - kroning, Coronation, kroningen, kronet
Τυχαίες λέξεις
Στένωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forhindring, hindring, stenose, stenosis, stenosen, af stenose
Μεταφράσεις: forhindring, hindring, stenose, stenosis, stenosen, af stenose