Hyppigt στα ελληνικά
Μετάφραση: hyppigt, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συχνά, συχνότερα, συχνές, συχνότητα, τακτικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hypotese στα ελληνικά - υπόθεση, υπόθεσης, την υπόθεση, η υπόθεση, υποθέσεων
- hyppig στα ελληνικά - συχνάζω, συχνός, συχνές, συχνή, συχνά, συχνών
- hyrde στα ελληνικά - βοσκός, Shepherd, Ποιμενικός, ποιμένας, Ποιμένα
- hyre στα ελληνικά - νοικιάζω, ενοικίαση, μίσθωση, προσλάβει, προσλαμβάνουν, νοικιάσετε
Τυχαίες λέξεις
Hyppigt στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συχνά, συχνότερα, συχνές, συχνότητα, τακτικά
Μεταφράσεις: συχνά, συχνότερα, συχνές, συχνότητα, τακτικά