Indeholde στα ελληνικά

Μετάφραση: indeholde, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναχαιτίζω, ενσωματώνω, συμπεριλαμβάνω, περιέχω, περιλαμβάνω, περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, να περιέχει
Indeholde στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • indbydelse στα ελληνικά - πρόσκληση, πρόσκλησης, δημοπρασία, προκήρυξη, δημοπρασίας
  • indbygger στα ελληνικά - κάτοικος, κεφαλήν, κεφαλή, κάτοικο, κατά κεφαλήν, κατά κεφαλή
  • indeks στα ελληνικά - ευρετήριο, δείκτης, Δείκτη, Index, Περιεχόμενα
  • inden στα ελληνικά - μέσα, προτού, πριν, εντός, πριν να, πριν από, ενώπιον
Τυχαίες λέξεις
Indeholde στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναχαιτίζω, ενσωματώνω, συμπεριλαμβάνω, περιέχω, περιλαμβάνω, περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, να περιέχει