Ενσωματώνω στα δανικά

Μετάφραση: ενσωματώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
indeholde, rumme, legemliggøre, repræsenterer, inkarnere, legemliggør, rummer
Ενσωματώνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενσωματώνω

ενσωματώνω συνώνυμο, ενσωματώνω στα αγγλικά, ενσωματώνω υπότιτλους, ενσωματώνω μετάφραση, ενσωματώνω αγγλικα, ενσωματώνω λεξικό γλώσσας δανικά, ενσωματώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ενστικτωδώς στα δανικά - instinktivt, uvilkårligt, instinktmæssigt
  • ενστικτώδης στα δανικά - instinktiv, instinktive, instinktivt
  • εντάσσω στα δανικά - I indbefatter, I omfatter, jeg medtage, jeg inkludere, medtager jeg
  • εντατικά στα δανικά - intensivt, intenst, intensiv, indgående, intensivt med
Τυχαίες λέξεις
Ενσωματώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: indeholde, rumme, legemliggøre, repræsenterer, inkarnere, legemliggør, rummer