Kø στα ελληνικά
Μετάφραση: kø, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρυτίδα, επενδύω, παρατάσσω, γραμμή, ουρά, Queue, ουράς, σειρά αναμονής, ουρά αναμονής
Μεταφράσεις
- kærne στα ελληνικά - ψίχα, πυρήνας, πυρήνα, βασικές, βασικών, πυρήνος
- kærre στα ελληνικά - κουβαλώ, αραμπάς, χειράμαξα, καλάθι
- køb στα ελληνικά - αγορά, αγοράζω, αγοράς, την αγορά, αγορές, αγορών
- købe στα ελληνικά - αγοράζω, αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράσουν
Τυχαίες λέξεις
Kø στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρυτίδα, επενδύω, παρατάσσω, γραμμή, ουρά, Queue, ουράς, σειρά αναμονής, ουρά αναμονής
Μεταφράσεις: ρυτίδα, επενδύω, παρατάσσω, γραμμή, ουρά, Queue, ουράς, σειρά αναμονής, ουρά αναμονής